ουριβάτας

ουριβάτας
οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οὐριβάτας — οὐριβάτᾱς , οὐριβάτας walking the mountains masc acc pl οὐριβάτᾱς , οὐριβάτας walking the mountains masc nom sg (epic doric aeolic) οὐριβάτᾱς , οὐριβάτης masc acc pl (doric) οὐριβάτᾱς , οὐριβάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐριβάται — οὐριβάτας walking the mountains masc nom/voc pl οὐριβάτᾱͅ , οὐριβάτας walking the mountains masc dat sg (doric aeolic) οὐριβάτης masc nom/voc pl (doric) οὐριβάτᾱͅ , οὐριβάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”